- τέρπου
- τέρπωdelightpres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)τέρπωdelightimperf ind mp 2nd sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τέρπου, Νεκτάριος — Μοσχοπολίτης μοναχός και λόγιος του 18ου αι. Έγραψε τη θεολογική μελέτη Πίστις (Βενετία 1755) και τα Ζητήματα θεολογικά κατ’ ερωταπόκρισιν (Βενετία 1779) … Dictionary of Greek
τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ … Dictionary of Greek